ἄταφον

ἄταφον
ἄταφος
unburied
masc/fem acc sg
ἄταφος
unburied
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • PYRAECHMES — Rex Euboeae. Ptol. in Parallelis: Πυραιχμης, βασιλεὺς Ε᾿υβοιέων ἐπολέμει Βοιωτοῖς, ὃν Η῾ρακλῆς, ἔτι νέος ὤν, ἐνίκησεν. Πώλοις δὲ προσδήσας, καὶ ἐις δύο μέρη διελὼν τὸν Πυραίχμην ἂταφον ἔῤῥιψεν: ὁ δὲ τόπος προσαγορεύεται Πῶλοι Πυραίχμου. κεῖται δὲ …   Hofmann J. Lexicon universale

  • εώ — (I) (ΑΜ ἐῶ, άω και επικ. τ. εἰῶ) νεοελλ. (μόνο η προστ. ως ναυτ. παράγγελμα) έα άφηνε, χαλάρωνε μσν. αρχ. αφήνω, καταλείπω, παραχωρώ κάτι σε κάποιον («Κρέοντί τε θρόνους ἐᾱσθαι», Σοφ.) αρχ. 1. αφήνω, επιτρέπω, δεν εμποδίζω, συγχωρώ («ἐᾱν δ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”